repay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας repay
γ΄ ενικό ενεστώτα repays
αόριστος repaid
παθητική μετοχή repaid
ενεργητική μετοχή repaying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
repay < re- + pay

repay (en)

  1. ξεπληρώνω χρήματα (χρέος, υποχρέωση)
    ⮡  I will work hard and repay you.
    Θα δουλέψω σκληρά και θα σε ξεπληρώσω.
     συνώνυμα: pay back, → και δείτε τη λέξη refund
  2. ανταποδίδω, ξεπληρώνω, κάνω το ίδιο ή κάτι ανάλογο προς κάτι που μου έκανε κάποιος άλλος
    ⮡  I repay the favor.
    Ανταποδίδω την εξυπηρέτηση.
    ⮡  Some day I will repay you for the good you have done for me.
    Kάποια μέρα θα σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες.
     συνώνυμα: pay back (για κάτι κακό), → και δείτε τη λέξη reciprocate
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 74. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ανταποδίδω