rhizomatic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rhizomatic (en)
- ριζωματικός ( > ρίζωμα, ριζώνω ), ριζομορφικός, ριζόμορφος, ριζοειδής ( > ρίζα ), που είναι ή μοιάζει με το ριζικό σύστημα