ριζοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ριζοειδής | η | ριζοειδής | το | ριζοειδές |
γενική | του | ριζοειδούς* | της | ριζοειδούς | του | ριζοειδούς |
αιτιατική | τον | ριζοειδή | τη | ριζοειδή | το | ριζοειδές |
κλητική | ριζοειδή(ς) | ριζοειδής | ριζοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ριζοειδείς | οι | ριζοειδείς | τα | ριζοειδή |
γενική | των | ριζοειδών | των | ριζοειδών | των | ριζοειδών |
αιτιατική | τους | ριζοειδείς | τις | ριζοειδείς | τα | ριζοειδή |
κλητική | ριζοειδείς | ριζοειδείς | ριζοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριζοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ριζοειδής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ριζοειδής
|