Μετάβαση στο περιεχόμενο

ringer

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ringer (en)

  1. φτυστός, σωσίας
  2. ψευδοπρόσωπος (πχ. εγκληματίας• άλλο άλογο στο ίδιο όνομα σε στημένο αγώνα ιπποδρομίας κτλ.)