Μετάβαση στο περιεχόμενο

roof

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
roof roofs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roof (en)

  • η στέγη, η σκεπή, για κτίριο ή όχημα
      The helicopter landed on the roof of the building.
    Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στη στέγη του κτιρίου.