rosół

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈrɔsuw/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rosół (pl) αρσενικό

  1. ζωμός, το νερό μέσα στο οποίο έχουν βράσει λαχανικά ή κρέας
  2. αραιή σούπα που φτιάχνεται από ζωμό

Συγγενικά

[επεξεργασία]