σούπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούπα | οι | σούπες |
γενική | της | σούπας | των | (σουπών) |
αιτιατική | τη | σούπα | τις | σούπες |
κλητική | σούπα | σούπες | ||
όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsu.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σού‐πα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ένα πιάτο σούπα.
σούπα θηλυκό
- (γαστρονομία) ρευστό ή παχύρρευστο φαγητό που παρασκευάζεται από ζωμό κρέατος, πουλερικού, ψαριού ή λαχανικών που έχουν βράσει. Σερβίρεται σε βαθιά πιάτα και τρώγεται με κουτάλι
- (καθομιλουμένη) κάθε τροφή που ρευστοποιείται
- ↪ χτύπησε τόσο το γιαούρτι, που έγινε σούπα στο τέλος
- (μεταφορικά) καθετί που είναι χαλαρό, ανιαρό και χωρίς συνοχή
- ↪ η ταινία ήταν σούπα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σουπα στο Βικιλεξικό
ως δεύτερο συνθετικό λέξεων εκφράζει τη σούπα που παρασκευάζεται από το πρώτο συνθετικό, εκτός από μπουρανόσουπα που αναφέρεται σε έθιμο, τη ψευτόσουπα για την απλότητά της και τις βατραχόσουπα, γλαρόσουπα και καμηλόσουπα που λέγονται ειρωνικά.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σούπα
[επεξεργασία]
- ↑ «σούπα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)