μαγειρίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγειρίτσα | οι | μαγειρίτσες |
γενική | της | μαγειρίτσας | — | |
αιτιατική | τη | μαγειρίτσα | τις | μαγειρίτσες |
κλητική | μαγειρίτσα | μαγειρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγειρίτσα < μαγειρ(ιά) + -ίτσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ʝiˈɾi.t͡sa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγειρίτσα θηλυκό
- (γαστρονομία) παραδοσιακό φαγητό (κυρίως σούπα και κατά περιοχές φρικασέ) που καταναλώνεται το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, μετά την Ανάσταση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)