soup
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
soup | soups |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]soup (en)
- (γαστρονομία) η σούπα
ενικός | πληθυντικός |
soup | soups |
soup (en)