rout
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- άτακτη υποχώρηση
- τσούρμο πλιατσικολόγων κι εγκληματιών
Ρήμα
[επεξεργασία]- τρέπομαι σε άτακτη φυγή, οπισθοχωρώ άτακτα