rout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. άτακτη υποχώρηση
  2. τσούρμο πλιατσικολόγων κι εγκληματιών

Ρήμα[επεξεργασία]