runnable
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]runnable (en)
- εκτελέσιμος
- (πληροφορική) εκτελέσιμος (για κώδικα, αρχείο, κλπ)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]- unrunnable
- (πληροφορική) nonrunnable