Μετάβαση στο περιεχόμενο

sévérité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sévérité sévérités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sévérité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]