sława
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sława (pl) αρσενικό
- μεγάλη φήμη, δόξα
- διασημότητα