saccadic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

saccadic (en)

  • ((ιατρική), οφθαλμολογία) που αφορά την συγχρονισμένη κίνηση των ματιών ανάμεσα σε εστιάσεις