sadomasochiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sadomasochiste | sadomasochistes |
sadomasochiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sadomasochiste | sadomasochistes |
sadomasochiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό