Μετάβαση στο περιεχόμενο

salon

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
salon salons

salon (fr) αρσενικό