sano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sano (eo)
- η υγεία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sano < sānus
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sano (la) (sānō1, sānāvī, sānātum, sānāre)
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (sano, sanavi, sanatum, sanare)
|