Μετάβαση στο περιεχόμενο

sarcastic

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός sarcastic
συγκριτικός more sarcastic
υπερθετικός most sarcastic

Επίθετο

[επεξεργασία]

sarcastic (en)



Επίθετο

[επεξεργασία]

sarcastic (ro)

  1. σαρκαστικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

sarcastic (ro)

  1. σαρκαστικά