sarcastic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | sarcastic |
συγκριτικός | more sarcastic |
υπερθετικός | most sarcastic |
Επίθετο
[επεξεργασία]sarcastic (en)
- σαρκαστικός
- ⮡ sarcastic words - σαρκαστικά λόγια
Πηγές
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]sarcastic (ro)
Επίρρημα
[επεξεργασία]sarcastic (ro)