sarcelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sarcelle | sarcelles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sarcelle (fr) θηλυκό
- (πτηνό) η αγριόπαπια
ενικός | πληθυντικός |
sarcelle | sarcelles |
sarcelle (fr) θηλυκό