satiété
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
satiété | satiétés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
satiété (fr) θηλυκό
- ο κορεσμός
ενικός | πληθυντικός |
satiété | satiétés |
satiété (fr) θηλυκό