satiété

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
satiété satiétés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

satiété (fr) θηλυκό