satiety
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]satiety (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- ο κορεσμός
- ↪ We indulged in the pleasures to satiety/until the point of satiety.
- Παραδοθήκαμε στις απολαύσεις μέχρι κορεσμού.
- ↪ We indulged in the pleasures to satiety/until the point of satiety.