Μετάβαση στο περιεχόμενο

sauvage

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sauvage sauvages

sauvage (fr) αρσενικό ή θηλυκό