Μετάβαση στο περιεχόμενο

scénographique

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scénographique scénographiques

scénographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό