scacchi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scacchi (it) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (σκάκι) το σκάκι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: σκάκι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
scacchi (it) αρσενικό