Μετάβαση στο περιεχόμενο

scarce

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός scarce
συγκριτικός scarcer
υπερθετικός scarcest

Επίθετο

[επεξεργασία]

scarce (en)

  • αραιός, λιγοστός
      At high altitudes, oxygen is scare.
    Σε μεγάλα ύψη το οξυγόνο είναι αραιό.
      There was scare attendance at the meeting.
    Είχε λιγοστή συμμετοχή κόσμου στη συγκέντρωση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη minimal