schizophrénique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
schizophrénique schizophréniques

schizophrénique (fr) αρσενικό ή θηλυκό