Μετάβαση στο περιεχόμενο

scholarship

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scholarship scholarships

scholarship (en)

  1. η υποτροφία, χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον από έναν οργανισμό για να πληρώσει για την εκπαίδευσή του
      He is studying on a scholarship.
    Σπουδάζει με υποτροφία.
  2. (μη μετρήσιμο) η ευρυμάθεια, η κατάρτιση