schwinden

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

schwinden (de)

  1. (για την ελπίδα) χάνω
  2. (για το φως) χαμηλώνω
  3. (μιλώντας για την υγεία) ξεπέφτω