scieur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
scieur scieurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scieur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη scier

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]