screw over

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

σχήμα του Ρήματος screw[επεξεργασία]

screw over (en)

  • γαμάω (μεταφορικά), βασανίζω-ταλαιπωρώ-κουράζω-εκμεταλλεύομαι κάποιον
  • σκατώνω, τα κάνω κώλο-θάλασσα