se gourer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

se gourer < gorré < ίσως από το θέμα του goret

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sə‿ɡu.ʁe/

Ρήμα[επεξεργασία]

se gourer (fr) (pronominal: αντωνυμικό)

je me suis gouré dans mes calculs, il faut tout recommencer - έκανα λάθος στους υπολογισμούς μου, πρέπει να τους ξαναρχίσω από την αρχή