se gourer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- se gourer < gorré < ίσως από το θέμα του goret
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
se gourer (fr) (pronominal: αντωνυμικό)
- je me suis gouré dans mes calculs, il faut tout recommencer - έκανα λάθος στους υπολογισμούς μου, πρέπει να τους ξαναρχίσω από την αρχή