senolytic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
senolytic (en) ενικός
senolytics (en) πληθυντικός
- το γερολυτικό, το γηρολυτικό· μόριο που σκοτώνει γερασμένα κύτταρα που έχουν εκφυλιστεί - χωρίς αναγκαστικά να είναι καρκινικά - και δεν εμφανίζουν φυσιολογική λειτουργία και ικανότητα απόπτωσης
Επίθετο[επεξεργασία]
senolytic (en)
- που προκαλεί απόπτωση σε γερασμένα κύτταρα (senescent cells)