sensationalism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sensationalism < sensational + -ism
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sensationalism (en)
- η αισθησιοκρατία, η αισθησιαρχία
- (στη δημοσιογραφία) ο εντυπωσιασμός, ο κιτρινισμός → δείτε τον όρο κίτρινος τύπος