sensationalism

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sensationalism < sensational + -ism

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sensationalism (en)

  1. (μη μετρήσιμο, κακόσημο) ο κιτρινισμός, ο εντυπωσιασμός στη δημοσιογραφία
    ⮡  The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
    Το ρεπορτάζ που κάλυψε της κηδείες των θυμάτων της αεροπορικής τραγωδίας, κινήθηκε στα όρια του κιτρινισμού.
    ⮡  Publications with shady goals and blatant sensationalism keep on slinging mud.
    Έντυπα με σκοτεινούς στόχους και κατάφωρο κιτρινισμό εξακολουθούν να λασπολογούν.
    → δείτε τον όρο κίτρινος τύπος
  2. (φιλοσοφία) η αισθησιοκρατία, η αισθησιαρχία