sensationalism

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sensationalism < sensational + -ism

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sensationalism (en)

  1. η αισθησιοκρατία, η αισθησιαρχία
  2. (στη δημοσιογραφία) ο εντυπωσιασμός, ο κιτρινισμός → δείτε τον όρο κίτρινος τύπος