Μετάβαση στο περιεχόμενο

sensual

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

sensual (en)

  1. αισθησιακός (για το παρουσιαστικό)
  2. ευχάριστος για τις αισθήσεις

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]