Μετάβαση στο περιεχόμενο

septuagénaire

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
septuagénaire septuagénaires

septuagénaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό