septuple

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
septuple septuples

Επίθετο

[επεξεργασία]

septuple (fr) αρσενικό ή θηλυκό