shatterproof
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]shatterproof (en)
- άθραυστος
- ⮡ a limousine with windows made of shatterproof glass - λιμουζίνα με παράθυρα από άθραυστο γυαλί