Μετάβαση στο περιεχόμενο

shatterproof

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
shatterproof < shatter + -proof

Επίθετο

[επεξεργασία]

shatterproof (en)

  • άθραυστος
      a limousine with windows made of shatterproof glass - λιμουζίνα με παράθυρα από άθραυστο γυαλί