shatter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας shatter
γ΄ ενικό ενεστώτα shatters
αόριστος shattered
παθητική μετοχή shattered
ενεργητική μετοχή shattering

Ρήμα[επεξεργασία]

shatter (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) θρυμματίζω, συντρίβω, σπάζω σε κομματάκια, γίνομαι κομμάτια
    She shattered the plates.
    Θρυμμάτισε τα πιάτα.
    The glass fell and shattered.
    Το ποτήρι έπεσε και θρυμματίστηκε/συντρίφτηκε.
    The explosion shattered all the windows in the building.
    Η έκρηξη έσπασε όλα τα παράθυρα του κτιρίου.
    The vase shattered (into pieces).
    Το βάζο έγινε κομμάτια.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταστρέφω, συντρίβω κάτι εντελώς, ειδικά τα συναισθήματα, τις ελπίδες ή τις πεποιθήσεις κάποιου
    The scandal shattered all his chances for reelection.
    Το σκάνδαλο κατέστρεψε όλες τις πιθανότητες επανεκλογής του.
    All his hopes were shattered.
    Όλες μας οι ελπίδες συντρίφτηκαν.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]