shatter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | shatter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shatters |
αόριστος | shattered |
παθητική μετοχή | shattered |
ενεργητική μετοχή | shattering |
Ρήμα[επεξεργασία]
shatter (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) θρυμματίζω, συντρίβω, σπάζω σε κομματάκια, γίνομαι κομμάτια
- ↪ She shattered the plates.
- Θρυμμάτισε τα πιάτα.
- ↪ The glass fell and shattered.
- Το ποτήρι έπεσε και θρυμματίστηκε/συντρίφτηκε.
- ↪ The explosion shattered all the windows in the building.
- Η έκρηξη έσπασε όλα τα παράθυρα του κτιρίου.
- ↪ The vase shattered (into pieces).
- Το βάζο έγινε κομμάτια.
- ↪ She shattered the plates.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταστρέφω, συντρίβω κάτι εντελώς, ειδικά τα συναισθήματα, τις ελπίδες ή τις πεποιθήσεις κάποιου
- ↪ The scandal shattered all his chances for reelection.
- Το σκάνδαλο κατέστρεψε όλες τις πιθανότητες επανεκλογής του.
- ↪ All his hopes were shattered.
- Όλες μας οι ελπίδες συντρίφτηκαν.
- ↪ The scandal shattered all his chances for reelection.