sheqer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
sheqer < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική شکر
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sheqer (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: sheqeri)
sheqer < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική شکر
sheqer (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: sheqeri)