sheqer
Εμφάνιση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]sheqer < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική شکر
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sheqer (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: sheqeri)
sheqer < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική شکر
sheqer (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: sheqeri)