sightseeing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sightseeing (en) (μη μετρήσιμο)
- οι επισκέψεις σε αξιοθέατα, η περιήγηση
- ⮡ We went on a sightseeing tour.
- Πήγαμε σε μια περιήγηση στα αξιοθέατα.
- ⮡ We went sightseeing in Athens.
- Κάναμε περιήγηση στην Αθήνα.
- ⮡ We went on a sightseeing tour.