Μετάβαση στο περιεχόμενο

sightseeing

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sightseeing < sight + seeing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sightseeing (en) (μη μετρήσιμο)