sister-in-law
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sister-in-law (en)
- νύφη, η σύζυγος του αδελφού
- κουνιάδα, η αδελφή του/της συζύγου
- συννυφάδα/μπατζανάκισσα, η σύζυγος του αδελφού του/της συζύγου