sister-in-law
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sister-in-law (en)
- νύφη, η σύζυγος του αδελφού
- κουνιάδα, η αδελφή του/της συζύγου
- συννυφάδα/μπατζανάκισσα, η σύζυγος του αδελφού του/της συζύγου
sister-in-law (en)