składnik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

składnik (pl) αρσενικό

  1. το συστατικό
  2. (μαθηματικά) ο προσθετέος

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη składać