składnik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
składnik (pl) αρσενικό
- το συστατικό
- (μαθηματικά) ο προσθετέος
[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη składać