składnik
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]składnik (pl) αρσενικό
- το συστατικό
- (μαθηματικά) ο προσθετέος
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη składać
składnik (pl) αρσενικό
→ δείτε τη λέξη składać