skała
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- skała < πρωτοσλαβική *skala
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skała (pl) θηλυκό