snot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- snot < μέση αγγλική snot / snotte < αγγλοσαξονική gesnot < πρωτογερμανική *snuttuz
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
snot (en)
- η μύξα