snuffles

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

snuffles (en)

  1. η κατάσταση του να σου τρέχει η μύτη
  2. η τρέχουσα-τρεχούμενη-τρεχάμενη μύτη