sodium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sodium < sod(a) + -ium, όρος του βρετανού χημικού Χάμφρεϊ Ντέιβι (Humphry Davy).[1][2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sodium (en) (μη μετρήσιμο)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. sodium - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. sodium - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sodium (fr)