sous-titre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sous-titre < δες sous + titre

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /su.titʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sous-titre (fr) αρσενικό

  • υπότιτλος
    La projection des films, avec du son et des sous-titres en français, aide à l'apprentissage de la langue

Συγγενικά

[επεξεργασία]