Μετάβαση στο περιεχόμενο

soustraction

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
soustraction soustractions

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

soustraction (fr) θηλυκό