soustraction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
soustraction | soustractions |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]soustraction (fr) θηλυκό
- (αριθμητική) η αφαίρεση
ενικός | πληθυντικός |
soustraction | soustractions |
soustraction (fr) θηλυκό