spéléologue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
spéléologue spéléologues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spéléologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό