spadek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

spadek < spadać

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈspadɛk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

spadek (pl) αρσενικό

  1. η πτώση, η ελάττωση τιμής, ύψους κλπ
  2. η κληρονομιά
  3. ο κατήφορος, η πλαγιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

χρήση[επεξεργασία]

  • dostać coś w spadku - παίρνω κάτι κληρονομιά