spadek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]spadek < spadać
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spadek (pl) αρσενικό
- η πτώση, η ελάττωση τιμής, ύψους κλπ
- η κληρονομιά
- ο κατήφορος, η πλαγιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]χρήση
[επεξεργασία]- dostać coś w spadku - παίρνω κάτι κληρονομιά